- τουρμπίνα
- η турбина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
τουρμπίνα — η (λ. γαλλ.), στρόβιλος μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
τουρμπινοκίνητος — η, ο, Ν στροβιλοκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρμπίνα + κίνητος (< κινώ), πρβλ. μηχανο κίνητος] … Dictionary of Greek
ψυχροκίνηση — η, Ν (γεωλ. εδαφολ.) μετακίνηση προς την επιφάνεια τού υλικού τών βαθύτερων στρωμάτων τών υποεπιφανειακών σχηματισμών στη γύρω από τους παγετώνες ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. cryoturbation < cryo (< κρύος) + turb[ation] … Dictionary of Greek